- αυροφίλητος
- -η, -οεκείνος τον οποίο φιλάει, ελαφρά αγγίζει, η αύρα: Ζάκυνθος, το αυροφίλητο νησί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.